- αρνήσιμος
- ἀρνήσιμος, -ον (Α) [άρνησις]αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρνήσιμον — ἀρνήσιμος to be denied masc/fem acc sg ἀρνήσιμος to be denied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρνηση — (Φιλοσ.).Φιλοσοφική θεώρηση που απέκτησε μαθηματική υπόσταση με τη δημιουργία της μαθηματικής λογικής στα μέσα του 19ου αι. Ο Πλάτων στον Σοφιστή του αναφέρει για την ά. ότι «λόγος θεμελιακά είναι εκείνος που μπορεί να είναι αληθινός ή ψεύτικος,… … Dictionary of Greek